- αποσταθεροποιώ
- αποσταθεροποίησα, αποσταθεροποιήθηκα, αποσταθεροποιημένος, κάνω κάτι ασταθές, ενώ προηγουμένως ήταν σταθερό, κλονίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.